- εικοσιεννέα
- και εικοσιεννιά (AM εἰκοσιεννέα)(απόλ. αριθμητικό) είκοσι και εννέα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εννεακαιεικοσικαιεπτακοσιοπλασιάκις — ἐννεακαιεικοσικαιεπτακοσιοπλασιάκις (Α) επίρρ. επτακόσιες εικοσιεννέα φορές («ἐννεακ... ἥδιον αὐτὸν ζῶντα εὑρήσει» θα βρει ότι αυτός ζει 729 φορές πιο ευχάριστα, δηλ. πάρα πολύ, απείρως πιο ευχάριστα, Πλάτ.) … Dictionary of Greek
εννεακαιεικοσιχοίνικος — ἐννεακαιεικοσιχοίνικος, ον (Α) (για δοχεία) αυτός που περιέχει, που περιλαμβάνει εικοσιεννέα χοίνικες … Dictionary of Greek
Ντονατέλο — (Donatello, Φλωρεντία 1386 – 1466). Ιταλός γλύπτης. Γιος του Νικολό ντι Μπέτο Μπάρντι, εργάστηκε στα νεανικά του χρόνια στο εργαστήριο του Γκιμπέρτι. Η παράδοση αναφέρει ότι σε ηλικία είκοσι ετών έκανε, μαζί με τον Μπρουνελέσκι, το πρώτο του… … Dictionary of Greek